- δημαγωγίας
- δημαγωγίᾱς , δημαγωγίαcontrolfem acc plδημαγωγίᾱς , δημαγωγίαcontrolfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вожениѥ — ВОЖЕНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Действие по гл. водити в 1 знач.: Еда оубо разумѣѥте. ли ѡ(т) насъ самѣ(х) оувѣдаѥте и послуси нашихъ ѥсте бл҃жаишеи. ли подобаѥть ˫ако же воеводьству. и люди воженью. ли строѥнью имѣньи слово ѡ(т)дающiмъ людьскы˫а обѣщати… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ιππίας — I (; – 490 π.Χ.). Τύραννος της Αθήνας (528 510). Ήταν γιος του τυράννου της Αθήνας Πεισίστρατου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ι. συγκυβέρνησε με τον αδελφό του, Ίππαρχο, από το 527 έως το 514 π.Χ. σε μία από τις λαμπρότερες περιόδους της… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek